Ως σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα χαρακτηρίζονται οι ασθένειες, οι οποίες μεταδίδονται με τη σεξουαλική δραστηριότητα. Συχνές θέσεις εμφάνισης των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων είναι η γεννητική περιοχή, ο πρωκτός και ο φάρυγγας. Έρευνες έχουν δείξει ότι τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα είναι συχνότερα σε μικρότερες ηλικίες. Πολλές φορές οι ασθένειες μπορεί να είναι ασυμπτωματικές.
Τα σημαντικότερα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα είναι:
Ιός των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV): Είναι το συχνότερο σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα στους νέους και τις περισσότερες φορές είναι ασυμπτωματικό. Κάποιοι τύποι του ιού προκαλούν κονδυλώματα ενώ άλλοι μπορεί να προκαλέσουν προκαρκινικές καταστάσεις ή καρκίνο του τραχήλου της μήτρας και σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις καρκίνο του πέους, του πρωκτού και του στοματοφάρυγγα. Ευτυχώς με τον εμβολιασμό κατά του HPV μπορεί να υπάρξει αποτελεσματική προστασία. Ο εμβολιασμός είναι σκόπιμος σε μικρή ηλικία (από τα 9 έτη με ιδανική ηλικία τα 10 έως 11 έτη). Από ιατρικής απόψεως είναι σκόπιμος ο εμβολιασμός και των αγοριών. Το εμβόλιο για τον HPV είναι ακίνδυνο.
HIV: O ιός της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας – είναι γνωστός ως ο ιός που προκαλεί το σύνδρομο AIDS. Πρόκειται για μία ανίατη νόσο του ανοσοποιητικού συστήματος για την οποία δεν υπάρχει εμβόλιο ούτε μόνιμη θεραπεία. Σε αντίθεση με το παρελθόν, που η νόσος ήταν θανατηφόρα, σήμερα μπορεί συχνά να ελεγχθεί υπό την προϋπόθεση της έγκαιρης διάγνωσης, αλλά με θεραπείες πολύπλοκες που ενέχουν κινδύνους. Σε περίπτωση πιθανής επαφής πρέπει να αναζητηθεί άμεσα ιατρική συμβουλή, γιατί υπάρχει η δυνατότητα εκ των υστέρων προφύλαξης (PEP, post-exposure prophylaxis ) που μειώνει σημαντικά την πιθανότητα ορομετατροπής.
Έρπης των γεννητικών οργάνων: Είναι μία ιογενής λοίμωξη που προκαλεί επώδυνες βλάβες και κνησμό της γεννητικής περιοχής. Υπάρχουν δύο τύποι ιού HSV 1 και 2. Συνήθως ο έρπης των γεννητικών οργάνων προκαλείται από τον τύπο 2, ενώ ο τύπος 1 προκαλεί τον επιχείλιο έρπητα. Η διάγνωση γίνεται κυρίως με την κλινική εξέταση, αλλά υπάρχουν και ειδικές εργαστηριακές εξετάσεις. Η μετάδοση γίνεται με οποιοδήποτε τύπο σεξουαλικής επαφής. Ο κίνδυνος μετάδοσης του έρπη είναι ο μέγιστος όταν οι σχετικές βλάβες είναι ορατές. Οι βλάβες τελικά υποχωρούν, αλλά ο ιός του έρπητα παραμένει στο σώμα και μπορεί να επανενεργοποιηθεί. Αγωγή με αντιικά φάρμακα μπορεί να συντομεύσει το χρόνο των συμπτωμάτων και βοηθά περισσότερο εάν χορηγείται έγκαιρα, ενώ κατάλληλη αγωγή σε γυναίκες που έχουν επαναλαμβανόμενα επεισόδια έρπητα μπορεί να μειώσει τον αριθμό των επεισοδίων. Επειδή ο ιός μπορεί να μεταδοθεί στο νεογνό κατά τη διάρκεια του τοκετού είναι σημαντικό να ληφθούν μέτρα. Ο μαιευτήρας πρέπει να είναι ενήμερος για ιστορικό έρπη των γεννητικών οργάνων. Επίσης υπάρχει η σύσταση αποφυγής της επαφής της εγκύου με σύντροφο ο οποίος έχει ιστορικό έρπη κατά το τελευταίο τρίμηνο της κύησης.
Γονόρροια και χλαμύδια: Πρόκειται για βακτηριακές λοιμώξεις των γεννητικών οργάνων που μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές πυελικές φλεγμονές στις γυναίκες. Οι φλεγμονές αυτές, εκτός από την πρόκληση συμπτωμάτων, ενδέχεται να μειώσουν τη μελλοντική γονιμότητα και σε κάποιες περιπτώσεις να αυξήσουν τον κίνδυνο για έκτοπη κύηση. Στους άντρες μπορεί να προκληθεί επιδιδυμίτιδα. Η θεραπεία γίνεται με αντιβιοτικά.
Ηπατίτιδα Β: Πρόκειται για μία ιογενή λοίμωξη, η οποία μπορεί να προκαλέσει σοβαρή ηπατική νόσο. Ευτυχώς σήμερα πια υπάρχει εμβολιασμός σε τρεις δόσεις, ο οποίος προστατεύει πολύ αποτελεσματικά. Η μετάδοση της ηπατίτιδας γίνεται με μολυσμένες βελόνες, με τη σεξουαλική επαφή ενώ μπορεί να μεταδοθεί από τη μητέρα στο νεογνό κατά τον τοκετό. Σε αντίθεση με άλλα νοσήματα η ηπατίτιδα Β μπορεί να μεταδοθεί και με τη στενή επαφή. Κατά την αρχική λοίμωξη η ασθένεια προσομοιάζει με γρίπη με πυρετό, πόνο, κακουχία και σπάνια με ηπατικά συμπτώματα όπως ίκτερο. Κάποιες φορές η αρχική λοίμωξη μπορεί να είναι ασυμπτωματική, ειδικά σε νεότερες ηλικίες. Δυστυχώς περίπου στο 5% των ασθενών η νόσος μεταβαίνει στη χρόνια μορφή με κίνδυνο μόνιμης ηπατικής βλάβης. Και εδώ υπάρχουν θεραπείες που βελτιώνουν σημαντικά την πρόγνωση. Ειδικά στην περίπτωση των εγκύων μπορεί να συνταγογραφηθούν φάρμακα που μειώνουν το φορτίο της νόσου στο αίμα για να ελαττώσουν την πιθανότητα μόλυνσης του νεογνού, ενώ το ίδιο το παιδί λαμβάνει εμβολιαστική κάλυψη μετά τον τοκετό.
Τριχομονάδα: Πρόκειται για ένα μικροσκοπικό παράσιτο, το οποίο προσβάλλει το ουρογεννητικό σύστημα. Η λοίμωξη μπορεί να είναι ασυμπτωματική, αλλά συχνά εμφανίζονται έντονες ενοχλήσεις, όπως κολπικό έκκριμα, κνησμός, αίσθημα καύσου κατά την ούρηση ή πόνος κατά την επαφή. Κατά κύριο λόγο μεταδίδεται με τη σεξουαλική επαφή. Η διάγνωση κατά τη γυναικολογική εξέταση γίνεται με απλό κολπικό επίχρισμα και η ανταπόκριση στην θεραπεία με αντιβιοτικά είναι πολύ καλή. Υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι στην κύηση μπορεί να προκληθεί ενδομήτρια καθυστέρηση της ανάπτυξης ή πρόωρος τοκετός, συνεπώς εάν υπάρχουν συμπτώματα πρέπει να αποκλειστεί το παράσιτο αυτό.
Σύφιλη: Πρόκειται για σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα που προκαλείται από το βακτήριο ωχρα σπειροχαίτη. Η νόσος είναι συχνή στις αναπτυσσόμενες χώρες. Στις ανεπτυγμένες χώρες η συχνότητα της γενικά υποεκτιμάται, όμως έγκυρα επιδημιολογικά στοιχεία αποδεικνύουν ότι πρόκειται για νόσο περισσότερο από δύο φορές συχνότερη από τον HIV στον ανεπτυγμένο κόσμο. Συχνά υπάρχουν χαρακτηριστικά έλκη στη γεννητική περιοχή ή τον πρωκτό. Στις γυναίκες η διάγνωση της σύφιλης στην αρχή της εμφάνισης της μπορεί να είναι δύσκολη. Η θεραπεία είναι αποτελεσματική και γίνεται με αντιβιοτικά. Παράλληλα, αν η νόσος αφεθεί αθεράπευτη, μπορεί να επηρεάσει διάφορα όργανα όπως τον εγκέφαλο, τα μάτια, την καρδιά, τα αγγεία, το ήπαρ και τα οστά. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να τεθεί η διάγνωση στην περίπτωση των εγκύων γιατί είναι πιθανή η μετάδοση στο έμβρυο, με αποτέλεσμα το θάνατο ή την εμφάνιση σοβαρότατων ανωμαλιών του εμβρύου.
Λοιπά: Υπάρχουν και άλλα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα όπως το μυκόπλασμα και το ουρεόπλασμα, πολύ μικροί ζώντες οργανισμοί, η παρουσία των οποίων διαγιγνώσκεται με καλλιέργεια κολπικού επιχρίσματος. Η ένδειξη για θεραπεία στην περίπτωση αυτή είναι εξειδικευμένη.