Ο καρκίνος ωοθηκών είναι ο δεύτερος σε συχνότητα καρκίνος των γεννητικών οργάνων και θα προσβάλλει στη διάρκεια της ζωής μία στις 70 γυναίκες. Εμφανίζεται συνήθως μετά τα 60 – 65 έτη και είναι περισσότερο συχνός σε άτοκες γυναίκες και σε γυναίκες που είχαν νωρίς έναρξη της περιόδου. Ακόμα σημαντικότεροι παράγοντες κινδύνου είναι το θετικό οικογενειακό ιστορικό, τόσο όσον αφορά τον καρκίνο των ωοθηκών και του μαστού, όσο και ένα σύνδρομο (σύνδρομο Lynch) που αφορά όγκους του γαστρεντερικού. Δυστυχώς ο καρκίνος ωοθηκών στερείται χαρακτηριστικών συμπτωμάτων στα αρχικά στάδια και μπορεί να μην διαγνωστεί έγκαιρα. Μπορεί να υπάρχει αίσθημα πίεσης στην κοιλιά, πόνος η αίσθημα μετεωρισμού, ελαττωμένη όρεξη και συχνοουρία. Κάποιες φορές η διάγνωση γίνεται μετά από απεικονιστική ένδειξη ύποπτης μάζας στα πλαίσια διερεύνησης των μη ειδικών κοιλιακών συμπτωμάτων. Αν υπάρχει υποψία καρκίνου ωοθηκών είναι απαραίτητο να γίνει εξέταση με υπερηχογράφημα, αλλά στην πλειονότητα των περιπτώσεων χρειάζεται και αξονική η μαγνητική τομογραφία. Η επιβεβαίωση της νόσου γίνεται με βιοψία στα πλαίσια εγχείρησης. Μόνο στην περίπτωση που εκτιμάται ότι η εγχείρηση δεν μπορεί να απομακρύνει τον όγκο η βιοψία μπορεί να γίνει ελάχιστα επεμβατικά. Ο επιθηλιακός καρκίνος ωοθηκών θετικοποιεί συχνά καρκινικούς δείκτες και συγκεκριμένα το Ca-125. Αυτή η εξέταση δεν μπορεί ούτε να αποκλείσει ούτε να επιβεβαιώσει τον καρκίνο είναι όμως χρήσιμη στα πλαίσια της συνολικής εκτίμησης, αλλά και για την παρακολούθηση της ανταπόκρισης στη θεραπεία.
Επί βάσιμης υποψίας καρκίνου ωοθηκών διενεργείται μία ευρεία επέμβαση που καλείται ερευνητική λαπαροτομία. Κατά τη διάρκεια της εγχείρησης διενεργείται ταχεία βιοψία για την επιβεβαίωση της νόσου. Η μήτρα, τα εξαρτήματα (σάλπιγγες και ωοθήκες) το επίπλουν (ένα στρώμα λίπους ενδοκοιλιακά) και στις περισσότερες περιπτώσεις η πυελική και η αορτική λεμφαδένες αφαιρούνται, ενώ λαμβάνονται βιοψίες από άλλες περιοχές της κοιλιάς όπως το διάφραγμα. Κατά τη διάρκεια της εγχείρησης για καρκίνο ωοθηκών γίνεται προσπάθεια να μην αφεθεί ορατό υπόλειμμα όγκου στην κοιλιά. Μάλιστα υπάρχουν έγκυρα δεδομένα που δείχνουν ότι μόνο σε αυτή την περίπτωση το όφελος από την εγχείρηση είναι το μέγιστο.
Παρά τις εξελίξεις η λαπαροσκόπηση δεν έχει θέση στη συστηματική χειρουργική αντιμετώπιση του καρκίνου ωοθηκών. Οι ελάχιστα επεμβατικές μέθοδοι μπορεί να χρησιμοποιηθούν σε περιπτώσεις ύποπτων όγκων περιορισμένων στις ωοθήκες. Σε αυτή την περίπτωση η λαπαροσκόπηση πρέπει να διενεργείται από ειδικό, ώστε να αποφευχθεί ακόμα και μικροσκοπική διαφυγή υλικού εντός της κοιλιάς, γιατί αυτή η διαφυγή αποδεδειγμένα επιβαρύνει την πρόγνωση της ασθενούς. Μία άλλη ένδειξη της λαπαροσκόπησης είναι για την ιστολογική επιβεβαίωση και τον προσδιορισμό της περαιτέρω θεραπείας.
Σχεδόν όλες οι γυναίκες με καρκίνο ωοθηκών επιπρόσθετα της χειρουργικής αντιμετώπισης θα χρειαστούν χημειοθεραπεία για να βελτιώσουν την πρόγνωση. Σε κάποιες περιπτώσεις η χημειοθεραπεία μπορεί να ξεκινήσει πριν το χειρουργείο (neoadjuvant chemotherapy) με σκοπό να μειωθεί το μέγεθος του όγκου και να βελτιωθούν οι πιθανότητες ο χειρουργός να μπορέσει να τον αφαιρέσει ικανοποιητικά.
Υπάρχουν και όγκοι ωοθηκών που χαρακτηρίζονται ως οριακής κακοήθειας (borderline ovarian tumors) και αντιστοιχούν περίπου στο 15% των όγκων ωοθηκών. Αντιπροσωπεύουν όγκους με άτυπο κυτταρικό πολλαπλασιασμό, οι οποίοι όμως δεν έχουν όλα τα κριτήρια για να χαρακτηριστούν ως καρκίνος και για αυτό καλούνται και όγκοι με χαμηλό κακόηθες δυναμικό. Οι όγκοι αυτοί εμφανίζονται σε νεότερες γυναίκες σε σχέση με τον καρκίνο των ωοθηκών. Και σε αυτή την περίπτωση η θεραπεία είναι χειρουργική, εάν έχει ολοκληρωθεί η αναπαραγωγή με την αφαίρεση των εξαρτημάτων και της μήτρας μαζί με το επίπλουν. Σε αυτή την κατηγορία όγκων όμως υπάρχει η δυνατότητα, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, να πραγματοποιηθούν θεραπείες που διατηρούν τη γονιμότητα. Στην περίπτωση των όγκων οριακής κακοήθειας η θεραπεία μπορεί συχνά να γίνει με λαπαροσκοπική η ρομποτική χειρουργική με άριστα αποτελέσματα.